- εύχρους
- -ουν (ΑΜ εὔχρους, -ουν και εὔχροος, -οον)1. αυτός που έχει καλό, ωραίο χρώμα, ο εύχρωμος2. (για πρόσ.) αυτός που έχει ανθηρή, ρόδινη, ζωηρή όψη, που είναι γεμάτος υγεία, ο υγιέστατοςνεοελλ.-μσν.το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔχρουνεὔχροια*, ωραίο, υγιές χρώμα τού προσώπουαρχ.μουσ. αυτός που έχει καλό μουσικό χρωματισμό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -χρους (< χρως «χρώμα, επιδερμίδα»), πρβλ. τρί-χρους, υαλό-χρους].
Dictionary of Greek. 2013.